Συνολικό ποσό 27.000 ευρώ επιδίκασε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε δύο αλλοδαπούς κρατούμενους που προσέφυγαν κατά της
Ελλάδας, καταγγέλοντας απαράδεκτες
συνθήκες κράτησής τους.
Συγκεκριμένα, υποστήριξαν στο Δικαστήριο ότι κρατήθηκαν σε
διάφορα καταστήματα κράτησης σε κελιά – «κλουβιά», με κακές συνθήκες υγιεινής,
καθώς και περιορισμένα – ανεπαρκή γεύματα. Ένας εξ αυτών μάλιστα, κοιμόταν επι
1 χρόνο και 4 μήνες στο πάτωμα, λόγω έλλειψης κρεβατιού!
Οι καταγγελίες
Στο Δικαστήριο προσέφευγαν ένας Ρουμάνος και ένας Σουδανός.Ο
πρώτος κρατήθηκε στο Μαλανδρίνο
από τις 7 Ιανουαρίου 2014 έως τις 19 Ιουνίου 2015, όταν μεταφέρθηκε στο κατάστημα κράτησης Κορυδαλλού. Ο δεύτερος κρατούνταν στο κατάστημα Μαλανδρίνου από τις 3 Μαΐου 2010 έως τις 19 Ιουνίου 2018, οπότε μεταφέρθηκε στο κατάστημα της Τίρυνθας.
από τις 7 Ιανουαρίου 2014 έως τις 19 Ιουνίου 2015, όταν μεταφέρθηκε στο κατάστημα κράτησης Κορυδαλλού. Ο δεύτερος κρατούνταν στο κατάστημα Μαλανδρίνου από τις 3 Μαΐου 2010 έως τις 19 Ιουνίου 2018, οπότε μεταφέρθηκε στο κατάστημα της Τίρυνθας.
Η υπόθεση αφορούσε τις συνθήκες κράτησης των προσφευγόντων
στο κατάστημα κράτησης του Μαλανδρίνου. Στις 5 Μαΐου 2014, οι δύο κρατούμενοι,
μαζί με έναν τρίτο τρόφιμο, υπέβαλαν καταγγελία στον εισαγγελέα που επέβλεπε,
ζητώντας λήψη επειγόντων μέτρων, ιδίως για εύρεση λύσης επί του προβλήματος
υπερπληθυσμού και βελτίωση των συνθηκών κράτησης.
Η κυβέρνηση ανέφερε ότι η επίσημη χωρητικότητα του
καταστήματος ήταν 440 κρατούμενοι και ότι το 2015 ο πληθυσμός του καταστήματος
ανέρχονταν σε 500.
Βασιζόμενοι στα άρθρα 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή
εξευτελιστικής μεταχείρισης) και 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο)
της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για τις συνθήκες κράτησής τους στο
κατάστημα Μαλανδρίνου.
Το σκεπτικό
Κατά το ΕΔΔΑ, ο εξαιρετικά περιορισμένος χώρος ενός κελιού
είναι μια ιδιαίτερα σημαντική πτυχή που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να
εξακριβωθεί εάν οι επίμαχες συνθήκες κράτησης ήταν «εξευτελιστικές» κατά την
έννοια του άρθρου 3 της Σύμβασης.
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε πρόσφατα ότι η απαίτηση 3m² χώρου
ανά κρατούμενο (συμπεριλαμβανομένου του χώρου που καταλαμβάνεται από έπιπλα,
αλλά όχι εκείνου που καταλαμβάνεται από τουαλέτες) σε συλλογικό κελί πρέπει να
παραμείνει το σχετικό ελάχιστο πρότυπο για τους σκοπούς αξιολόγησης των όρων
κράτησης σε σχέση με το άρθρο 3 της Σύμβασης.
Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην έκθεσή
του, της 3ης Ιουλίου 2019, ο προϊστάμενος του καταστήματος επισήμανε ότι ένας
χώρος στον κεντρικό διάδρομο, αρχικά σχεδιασμένος για αίθουσα επισκεπτών, είχε
μετατραπεί, λόγω υπερπληθυσμού στο κατάστημα, σε δωμάτια δέκα κρεβατιών με
εμβαδόν 40 m², συμπεριλαμβανομένων 10 m² για μικρή κουζίνα και 8 m² για
τουαλέτες. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η έκταση που πρέπει να λάβει υπόψη για τον
προσδιορισμό του προσωπικού χώρου των προσφευγόντων είναι αυτή του υπνοδωματίου
από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί η τουαλέτα, συνεπώς συνολικής επιφάνειας 32
m². Ως αποτέλεσμα, ο προσωπικός χώρος κάθε κρατούμενου, και συνεπώς των
προσφευγόντων όταν το δωμάτιο καταλήφθηκε από συνολικά 10 άτομα, ανήλθε σε 3,2
m².
Ωστόσο, λόγω του υπερπληθυσμού, το δωμάτιο φιλοξένησε
μερικές φορές 15 κρατούμενους. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων
πέντε κρατούμενοι, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου προσφεύγοντος, δεν είχαν
κρεβάτι. Ο προσωπικός τους χώρος, όταν το δωμάτιο φιλοξενούσε 15 άτομα,
μειωνόταν τότε στα 2,1 m². Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι, σύμφωνα με τους
ισχυρισμούς της κυβέρνησης, το δωμάτιο ήταν εξοπλισμένο με ένα τραπέζι και δέκα
καρέκλες, γεγονός που μείωσε περαιτέρω τον προσωπικό χώρο.
Σημείωσε επίσης, ότι η κυβέρνηση παραδέχτηκε πως το 2015 ο πληθυσμός στη φυλακή ανήλθε σε 500 κρατούμενους και ότι για μικρές περιόδους το 2014-2015, η αίθουσα Ι στον κεντρικό διάδρομο φιλοξένησε έως και 15 κρατούμενους, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει ποιες ήταν αυτές οι μικρές περίοδοι προκειμένου να δοθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα να εξακριβώσει τη διάρκεια και τη συχνότητα αυτών.
Σημείωσε επίσης, ότι η κυβέρνηση παραδέχτηκε πως το 2015 ο πληθυσμός στη φυλακή ανήλθε σε 500 κρατούμενους και ότι για μικρές περιόδους το 2014-2015, η αίθουσα Ι στον κεντρικό διάδρομο φιλοξένησε έως και 15 κρατούμενους, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει ποιες ήταν αυτές οι μικρές περίοδοι προκειμένου να δοθεί στο Δικαστήριο η δυνατότητα να εξακριβώσει τη διάρκεια και τη συχνότητα αυτών.
Στην αίτησή τους προς τον εποπτεύοντα εισαγγελέα της
φυλακής, ο πρώτος προσφεύγων διευκρίνισε ότι κοιμόταν στο πάτωμα για 1 έτος και
4 μήνες.
Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης τον ισχυρισμό των
προσφευγόντων σχετικά με τη μικρή ποσότητα και την κακή ποιότητα των
παρεχόμενων τροφίμων, για την αδυναμία λήψης τροφίμων από την καντίνα με δικά
τους χρήματα και ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ των γευμάτων ελάμβαναν
μόνο ένα φλιτζάνι τσάι για πρωινό.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο πρώτος προσφεύγων τέθηκε υπό
κράτηση στο δωμάτιο Ι από τις 7 Ιανουαρίου 2014 έως τις 19 Ιουνίου 2015. Ο
δεύτερος προσφεύγων τέθηκε υπό κράτηση σε διάφορα κελιά και δωμάτια από τις 3
Μαΐου 2010 έως τις 19 Ιουνίου 2018 και, πιο συγκεκριμένα, στην αίθουσα δωμάτιο
Ι από 20 Ιουνίου 2013 έως 19 Ιουνίου 2018.
Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι
τόσο ο πρώτος προσφεύγων, σε όλη τη διάρκεια της κράτησής του, όσο και ο
δεύτερος προσφεύγων, από τις 20 Ιουνίου 2013 και τουλάχιστον έως τις 16 Ιουνίου
2015, ημερομηνία παραπομπής στο Δικαστήριο , έζησε σε συνθήκες αντίθετες με το
άρθρο 3 σχετικά με τον υπερπληθυσμό, αλλά και ορισμένες άλλες πτυχές της
κράτησής τους, ιδίως όσον αφορά τα τρόφιμα, την καθαριότητα και τη γενική
κατάσταση των δωματίων τους καθώς και την απουσία ψυχαγωγικής ή αθλητικής
δραστηριότητας έξω από το κελί.
Βασιζόμενοι στο άρθρο 13 της Σύμβασης, οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν
επίσης για έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής όταν διαμαρτυρήθηκαν για τους
όρους κράτησής τους. Στηρίχθηκαν στην πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου σε αυτό
το ζήτημα που αφορά την Ελλάδα.
Ειδικότερα, στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι
δεν ήταν ο ίδιος ο εποπτεύων εισαγγελέας που πήρε κατάθεση από τους
προσφεύγοντες αλλά ο διευθυντής του καταστήματος. Όσον αφορά την υποτιθέμενη
πρόταση του τελευταίου να τοποθετήσει τους προσφεύγοντες σε ένα κελί όπου οι
συνθήκες θα ήταν ευνοϊκότερες, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι είχε αμφιβολίες ως
προς τη δυνατότητα ευόδωσης αυτής της πρότασης ενόψει του επικρατούντος
συνωστισμού στο κατάστημα κράτησης. Επιπλέον, το Δικαστήριο θεώρησε χρήσιμο να
υπενθυμίσει ότι ο εποπτεύων εισαγγελέας του καταστήματος προέδρευε του
συμβουλίου, του οποίου η αρμοδιότητα επεκτείνεται σε διάφορες πτυχές των
θεμάτων που ανακύπτουν. Κατά την άποψη του δικαστηρίου, ένα αίτημα προς τον
επιβλέποντα εισαγγελέα του καταστήματος θα ισοδυναμούσε με πρόσκληση να
διερευνήσει γεγονότα ή ισχυρισμούς σχετικά με όρους κράτησης για τους οποίους
φέρει επίσης ο ίδιος μέρος της ευθύνης.
Όσον αφορά την παραπομπή στην Επιτροπή για την πρόληψη των
βασανιστηρίων σύμφωνα με το άρθρο 2 Ν. 4228/2014, το Δικαστήριο είχε ήδη κρίνει
ότι δεν αποτελεί αποτελεσματική λύση στο μέτρο που αυτές οι συστάσεις δεν είναι
δεσμευτικές για τις αρχές. Συνεπώς, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 13 σε συνδυασμό
με το άρθρο 3 της Σύμβασης.
Έτσι διαπίστωσε και παραβίαση του άρθρου 3 του άρθρου 13 σε
συνδυασμό με το άρθρο 3 της Σύμβασης.
Πηγή: echrcaselaw.com
0 Σχόλια