Ο Χατζηδάκης έχει ξεπεράσει τον Γκέμπελς στα ψέματα, καθώς
προσπαθεί να παρουσιάσει σαν φιλεργατικό το αντεργατικό του έκτρωμα. Το οποίο,
όχι μόνο ενισχύει επί το αντεργατικότερο αντεργατικές διατάξεις που υπάρχουν
στο ελληνικό εργατικό δίκαιο (μεταξύ αυτών και τη «διευθέτηση του χρόνου
εργασίας»), αλλά εισάγει και νέες αντεργατικές διατάξεις, που καμιά αστική
κυβέρνηση δεν είχε τολμήσει να φέρει μέχρι τώρα. Διατάξεις που έχουν
υπαγορευθεί από τους καπιταλιστές του ΣΕΒ, οι οποίοι βρίσκονται σε απευθείας
συνεννόηση με την κυβέρνηση Μητσοτάκη (είναι γνωστό πως έχουν τοποθετήσει τον
γενικό διευθυντή του ΣΕΒ, Ακη Σκέρτσο, σε κεντρικό ρόλο στο μέγαρο Μαξίμου).
Με δύο απ’ αυτές τις νέες αντεργατικές διατάξεις θα ασχοληθούμε σήμερα. Πρόκειται για τη νομιμοποίηση των απολύσεων χωρίς αποζημίωση (άρθρο 61 του εκτρώματος Χατζηδάκη), που αναμένεται να εξελιχθεί σε μάστιγα για τους εργάτες και εν γένει τους μισθωτούς εργαζόμενους, και για τη μείωση στο μισό των αποζημιώσεων απόλυσης (άρθρο 64 του εκτρώματος).
Νομιμοποίηση απολύσεων χωρίς αποζημίωση
Αρθρο 61
Εργαζόμενος πλήρους ή μερικής απασχόλησης δύναται
κατόπιν ατομικής έγγραφης συμφωνίας με τον εργοδότη, να λάβει άδεια
άνευ αποδοχών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος, η
οποία δύναται να παραταθεί με νεότερη συμφωνία των μερών. Κατά τη
διάρκεια της άδειας εργασίας η σύμβαση εργασίας τίθεται σε αναστολή και δεν
οφείλονται ασφαλιστικές εισφορές. Η έγγραφη συμφωνία αναρτάται στο
πληροφοριακό σύστημα (Π/Σ) «ΕΡΓΑΝΗ» και αντίγραφό της γνωστοποιείται
στον e-ΕΦΚΑ.
Μετά τη λήξη της άδειας άνευ αποδοχών αναβιώνουν τα
δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας (η
έμφαση δική μας).
Είναι προφανές ότι η διάταξη αυτή δεν εισάγεται μόνο για την
περίοδο της πανδημίας. Από την άλλη, είναι γνωστό ότι υπάρχει η διάταξη
για διαθεσιμότητα των εργατών. Ομως, ο καπιταλιστής-εργοδότης δεν
μπορεί να βάζει συνέχεια τους εργάτες σε διαθεσιμότητα, ενώ είναι υποχρεωμένος,
κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας, να καταβάλλει το 50% των τακτικών αποδοχών
και των ενσήμων. Παραθέτουμε τα σχετικά εδάφια του νόμου για τη διαθεσιμότητα
(Ν. 3846/2010, άρθρο 4, παράγραφος 1):
«Οι επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις, αν έχει περιοριστεί η
οικονομική τους δραστηριότητα, μπορούν αντί της καταγγελίας της σύμβασης
εργασίας, να θέτουν εγγράφως σε διαθεσιμότητα τους μισθωτούς τους, η οποία δεν
μπορεί να υπερβεί συνολικά τους τρεις (3) μήνες ετησίως… Κατά τη διάρκεια
της διαθεσιμότητας ο μισθωτός λαμβάνει το μέσο όρο των τακτικών αποδοχών
των δύο τελευταίων μηνών, υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης» (η έμφαση δική
μας).
Ποιος εργάτης ή μισθωτός εργαζόμενος θα ζητήσει από τον
καπιταλιστή-εργοδότη να υπογράψει συμφωνία για άδεια άνευ αποδοχών και
ασφαλιστικών εισφορών για ένα χρόνο και στη συνέχεια θα υπογράψει συμφωνία
παράτασης για έναν ακόμη χρόνο;
Οι εργαζόμενοι δεν είναι εκατομμυριούχοι που εργάζονται από…
χόμπι. Με τον πενιχρό μισθό τους προσπαθούν να επιβιώσουν οι ίδιοι και οι
οικογένειές τους και με τα ένσημα που κολλάνε θέλουν να έχουν ιατροφαρμακευτική
περίθαλψη και φυσικά να συγκεντρώσουν τον απαιτούμενο αριθμό ενσήμων για να
πάρουν μια πενιχρή σύνταξη. Προφανέστατα, κανείς δε θα ζητήσει ετήσια (που
μπορεί να επεκταθεί κιόλας) άδεια άνευ αποδοχών και άνευ ενσήμων.
Αυτή την αντεργατική διάταξη θα την αξιοποιήσουν οι
καπιταλιστές εργοδότες. Οχι μόνο της λεγόμενης τουριστικής βιομηχανίας και των
μικρών εμπορικών επιχειρήσεων (λιανεμπόριο), που έκλεισαν για μεγάλο χρονικό
διάστημα, αλλά και οι καπιταλιστές που οι επιχειρήσεις τους δεν έκλεισαν και
και στο νέο φούντωμα της πανδημίας, ως αποτέλεσμα της εγκληματικής κυβερνητικής
πολιτικής αντιμετώπισής της. Θα υποχρεώνουν τους εργαζόμενους να
υπογράφουν ατομικές συμφωνίες, με τις οποίες θα ζητούν άδεια άνευ αποδοχών
και ασφαλιστικών εισφορών.
Από τη στιγμή που οι εργαζόμενοι θα παίρνουν άδεια άνευ
αποδοχών και ασφαλιστικών εισφορών, δε θα αναστέλλεται η εργασιακή τους σχέση
στις περιπτώσεις κλεισίματος επιχειρήσεων λόγω πανδημίας (είτε συνολικού είτε
μερικού) και δε θα δικαιούνται ούτε το πενιχρό επίδομα των 534 ευρώ το
μήνα και τις ασφαλιστικές εισφορές από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτά τα ποσά,
βέβαια, δε θα παραμείνουν αδιάθετα, αλλά θα χορηγούνται δωρεάν στους
καπιταλιστές-εργοδότες.
Ο Χατζηδάκης εισάγει αυτή την εγκληματική διάταξη σε βάρος
της εργατικής τάξης, γιατί γνωρίζει ότι μεγάλο τμήμα των επιχειρήσεων της
λεγόμενης τουριστικής βιομηχανίας είτε θα υπολειτουργεί είτε δε θα ανοίξει
καθόλου και έτσι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει χρήματα
από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Γνωρίζει επίσης καλά, ότι λόγω της ασκούμενης εγκληματικής
πολιτικής στην αντιμετώπιση της πανδημίας, αυτή θα φουντώσει ξανά και η
κυβέρνηση θα αναγκαστεί να επιβάλει νέο ψευτο-λοκντάουν.
Ομως, η διάταξη αυτή εισάγεται από τον Χατζηδάκη για να
εφαρμόζεται από τους καπιταλιστές-εργοδότες και μετά την πανδημία. Οι
καπιταλιστές δεν ικανοποιούνται με τη βεντάλια των αντεργατικών ρυθμίσεων στις
εργασιακές σχέσεις (εκ περιτροπής εργασία, διευθέτηση του χρόνου εργασίας,
νοικιαζόμενοι εργάτες μέσω δουλεμπορικών εταιριών). Θέλουν και την άδεια
άνευ αποδοχών για να μπορούν να επιβάλλουν τη θέλησή τους στην εργατική
τάξη, με τον ισχυρισμό ότι, λόγω κρίσης, μειώνεται η παραγωγική τους
δραστηριότητα, και να μην καταφεύγουν στις διατάξεις του νόμου 3846/2010 για τη
διαθεσιμότητα.
Και βέβαια, οι καπιταλιστές θα έχουν πλέον έναν τρόπο για να
κάνουν απολύσεις χωρίς αποζημίωση. Ο εργαζόμενος που θα εξαναγκαστεί να
υπογράψει ετήσια άδεια άνευ αποδοχών και άνευ ασφάλισης και που δε θα μπορεί να
προσβλέπει ούτε στο ισχνό επίδομα ανεργίας (αφού δεν έχει απολυθεί αλλά είναι…
αδειούχος), θα ψάξει δουλειά αλλού. Κι άμα βρει, θα υπογράψει οικειοθελή
αποχώρηση από την επιχείρηση που του έδωσε «άδεια», για να μπορεί να
προσληφθεί από τον νέο εργοδότη.
Και βέβαια, με τις άδειες άνευ αποδοχών, η κυβέρνηση
Μητσοτάκη θα εμφανίζει εικονικά μειωμένες τις μαζικές απολύσεις και ταυτόχρονα
εικονικά μειωμένη και την ανεργία.
Μείωση στο μισό των αποζημιώσεων απόλυσης
Αρθρο 64
Απαλλαγή από την υποχρέωση παροχής εργασίας μετά την
προμήνυση καταγγελίας
Με την κοινοποίηση της καταγγελίας σύμβασης εξαρτημένης
εργασίας με προειδοποίηση, ο εργοδότης δύναται να απαλλάξει τον
εργαζόμενο από την υποχρέωση παροχής της εργασίας του, μερικώς ή πλήρως. Στην
περίπτωση αυτή, οι παροχές του εργαζόμενου καταβάλλονται πλήρως μέχρι
την εκπνοή του χρόνου προειδοποίησης και ο εργοδότης δεν
καθίσταται υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας.
Εάν ο εργοδότης ασκήσει το δικαίωμα της παρ. 1, ο
εργαζόμενος έχει το δικαίωμα να αναλάβει εργασία σε διαφορετικό εργοδότη κατά
το χρονικό διάστημα της προμήνυσης, χωρίς να επηρεάζονται τα αποτελέσματα
της καταγγελίας και το ύψος της καταβλητέας αποζημίωσης (η έμφαση δική
μας).
Πρώτη επισήμανση: Οι καπιταλιστές-εργοδότες πίεζαν τις
αστικές κυβερνήσεις όλων των χρωμάτων να μειωθεί η αποζημίωση των υπαλλήλων που
είχαν πολλά χρόνια στην ίδια επιχείρηση, μέσω της προειδοποίησης για
απόλυση, προκειμένου να απαλλάσσονται από «ενοχλητικούς» και γενικά
ανεπιθύμητους υπαλλήλους, καταβάλλοντας μικρότερη αποζημίωση. Η κυβέρνηση των
Σαμαροβενιζέλων ανταποκρίθηκε στο αίτημα των καπιταλιστών και στο μνημονιακό
νόμο 4093/2012 εισήγαγε την υποπαράγραφο 1Α.12. Στο τέλος, παραθέτουμε τον
πίνακα με τις αποζημιώσεις απόλυσης υπαλλήλων, με ή χωρίς προειδοποίηση.
Η αποζημίωση απόλυσης υπαλλήλου υπολογιζόταν με βάση τις
συνολικές μεικτές αποδοχές του εργαζόμενου. Με το μνημονιακό νόμο 4093/2012
μπήκε πλαφόν: η αποζημίωση υπολογίζεται για μηνιαίες μεικτές αποδοχές μέχρι
2.000 ευρώ.
Η αποζημίωση χωρίς προειδοποίηση ανερχόταν σε 12 μισθούς για
απασχόληση 16 ετών στον ίδιο εργοδότη και σε 24 μισθούς για απασχόληση 28 ετών.
Με προειδοποίηση 4 μηνών, η αποζημίωση ανερχόταν σε 6 και 12 μήνες, αντίστοιχα.
Ετσι, το όφελος των καπιταλιστών ως προς τους καταβαλλόμενους μισθούς
αποζημίωσης ανερχόταν:
Για 16 χρόνια εργασίας του υπαλλήλου, σε (6-4=) 2 μήνες, με
μηνιαίες τακτικές αποδοχές μέχρι 2.000 ευρώ.
Για 28 χρόνια εργασίας του υπαλλήλου, σε (12-4=) 8 μήνες, με
μηνιαίες τακτικές αποδοχές μέχρι 2.000 ευρώ.
Οι καπιταλιστές-εργοδότες πίεζαν τις κυβερνήσεις ώστε να
μπορούν να διώχνουν τους υπαλλήλους χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν
τους μισθούς των τελευταίων 4 μηνών (περίοδος προειδοποίησης), για να μπορούν
να απαλλάσσονται από τους ανεπιθύμητους υπαλλήλους μια ώρα γρηγορότερα.
Δεύτερη επισήμανση: Ο Χατζηδάκης, με την παράγραφο 1 του
άρθρου 64 του εκτρώματός του, παρουσιάζει τους καπιταλιστές σαν…
φιλεργάτες που θα δίνουν τους τέσσερις μισθούς στους απολυόμενους υπαλλήλους,
χωρίς αυτοί να εργάζονται στην επιχείρηση. Τέτοια αγιογραφία των καπιταλιστών
δεν έχει ξαναφιλοτεχνηθεί!
Οι συντάκτες αυτής της διάταξης γνωρίζουν πολύ καλά τις
απαιτήσεις των καπιταλιστών: να μπορούν να απολύουν τους υπαλλήλους από την
πρώτη μέρα της προειδοποίησης, χωρίς να καταβάλλουν τους τέσσερις μισθούς της
περιόδου προειδοποίησης (προμήνυσης). Να καταβάλλουν μόνο τους μισούς μισθούς
αποζημίωσης. Γι’ αυτό και φρόντισαν να ανοίξουν παράθυρο: «και ο εργοδότης
δεν καθίσταται υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας».
Αυτή η διάταξη δεν εισάγεται τυχαία. Αν δεσμευόταν νομικά ο
καπιταλιστής να καταβάλει και κατέβαλε πραγματικά τους τέσσερις μισθούς της
προειδοποίησης, δε θα χρειαζόταν η προσθήκη ότι «ο εργοδότης δεν καθίσταται
υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας». Γιατί, απλούστατα, ο απολυόμενος
υπάλληλος δε θα προσέφευγε στα δικαστήρια για να διεκδικήσει την απασχόληση για
τους τέσσερις μήνες της προειδοποίησης, από τη στιγμή που ο
καπιταλιστής-εργοδότης θα του κατέβαλε τους μισθούς.
Η διάταξη εισάγεται γιατί οι συντάκτες της γνωρίζουν ότι οι
καπιταλιστές-εργοδότες θα απολύουν τους υπάλληλους χωρίς να τους δίνουν τους τέσσερις
μισθούς. Με αυτή τη διάταξη, λοιπόν, νομιμοποιείται η παρανομία και οι
καπιταλιστές-εργοδότες απαλλάσσονται από τις διώξεις. Δεν είναι τυχαίο που οι
συντάκτες αυτής της διάταξης δεν φρόντισαν να υπάρχει κάποιο δημόσιο έγγραφο,
στο οποίο να καταγράφεται η δέσμευση των καπιταλιστών να καταβάλουν τους
τέσσερις μισθούς στους απολυμένους υπάλληλους, χωρίς αυτοί να εργάζονται.
Πρόκειται για μια διάταξη που έρχεται να αμνηστεύσει εκ των
προτέρων τη συγκεκριμένη παρανομία. Ιδια στον πυρήνα της με τις νομοθετικές
διατάξεις με τις οποίες είχαν αμνηστεύσει παλιότερα τους τραπεζίτες και
πρόσφατα τους «ενσωματωμένους» και επικίνδυνους για τη δημόσια υγεία
λοιμωξιολόγους και επιδημιολόγους, δημιουργώντας ένα εξοργιστικό πλέγμα νομικής
ασυλίας, προκειμένου να μη διώκονται για τις κατευθυνόμενες και
αντιεπιστημονικές εισηγήσεις τους στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Για όσους θέλουν να μελετήσουν περαιτέρω το ζήτημα του
υπερήμερου εργοδότη και το πώς αντιμετωπιζόταν ως τώρα νομολογιακά, παραθέτουμε
στο τέλος την απόφαση 952/2019 του Αρείου Πάγου, επί προσφυγής που είχε κάνει
εργοδότης για να αναιρέσει απόφαση εφετείου, με την οποία είχε καταδικαστεί ως
υπερήμερος για άρνηση παροχής εργασίας.
Με τη νέα αντεργατική διάταξη θα μειώνεται κι άλλο το ύψος
της αποζημίωσης απόλυσης, γιατί οι καπιταλιστές δε θα συμπεριλαμβάνουν στο
χρόνο απασχόλησης τους τέσσερις μήνες.
Και βέβαια, είναι μεγάλο ψέμα αυτό που αναφέρεται στη 2η
παράγραφο του άρθρου 64 του εκτρώματος Χατζηδάκη, ότι ο απολυόμενος υπάλληλος,
κατά τη χρονική περίοδο της προειδοποίησης των τεσσάρων μηνών, θα μπορεί να
εργάζεται σε άλλη επιχείρηση, χωρίς να έχει απολυθεί, και ότι δε θα μειωθεί η
καταβλητέα αποζημίωση. Οι εργοδότες-καπιταλιστές εφαρμόζουν την τακτική, προτού
απολύσουν υπάλληλους, να τους καλούν να υπογράψουν νέα ατομική σύμβαση
εργασίας, με μικρότερους μισθούς, έτσι ώστε, όταν τους απολύσουν, να καταβάλουν
μικρότερες αποζημιώσεις (όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η αποζημίωση υπολογίζεται με
βάση τον τελευταίο μισθό).
Ξεπέρασε τον Γκέμπελς στα ψέματα ο Χατζηδάκης
Πρώτο ψέμα, ο ισχυρισμός του Χατζηδάκη ότι με το
νομοσχέδιο-έκτρωμα (άρθρο 54) «καθιερώνεται σε όλους ανεξαιρέτως τους
κλάδους εργασίας και σε όλους τους τομείς οικονομικής δραστηριότητας η οκτάωρη
ημερήσια, η σαραντάωρη εβδομαδιαία και η πενθήμερη εργασία».
Ο Χατζηδάκης θήτευσε στην αυλή του πατέρα του σημερινού
πρωθυπουργού και γαλουχήθηκε με τις ιδέες του. Ετσι, γνώριζε από πρώτο χέρι το
νόμο 1892/1990, που με το άρθρο 41 κατήργησε το οχτάωρο, μέσω της λεγόμενης
διευθέτησης του χρόνου εργασίας. Παραθέτουμε τη διάταξη:
Αρθρο 41
Διευθέτηση χρόνου εργασίας
α. Με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή
συμφωνίες του εργοδότη και του συμβουλίου εργαζομένων επιτρέπεται να καθορίζεται,
για διάστημα έως τρεις μήνες, αυξημένος αριθμός ωρών εργασίας, έως 9 ώρες την
ημέρα και έως 48 την εβδομάδα, και μειωμένος αριθμός ωρών εργασίας κατά το
επόμενο αντίστοιχο διάστημα. Ο μέσος όρος των ωρών εργασίας, για το συνολικό
διάστημα, το οποίο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 6 μήνες, θα είναι 40 ώρες την
εβδομάδα, η δε αμοιβή του για όλο το διάστημα δεν θα αυξομειώνεται, αλλά
θα είναι ίση με την αντίστοιχη αμοιβή για εργασία 8 ωρών την ημέρα και 40
ωρών την εβδομάδα» (η έμφαση δική μας).
Η κυβέρνηση Σημίτη, με το άρθρο 3 του νόμου 2639/1998,
τροποποίησε το άρθρο 41 του νόμου 1892/1990 και πέραν της δυνατότητας αύξησης
του ημερήσιου ωραρίου από 8 σε 9 ώρες, εισήγαγε το 10ωρο, με τη γενικόλογη
επίκληση περιπτώσεων που «συντρέχουν λόγοι αντικειμενικοί ή τεχνικοί λόγοι
οργάνωσης της εργασίας». Σε αυτή την περίπτωση, η περίοδος αύξησης των ωρών
απασχόλησης είναι 6 μήνες και η περίοδος μείωσης άλλοι 6 μήνες, δηλαδή σύνολο
ένας χρόνος. Ιδού το σχετικό εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 3 του Ν.
2639/1998:
«Επιτρέπεται… να καθορίζεται για διάστημα μέχρι τρεις (3)
μήνες αυξημένος αριθμός ωρών εργασίας κατά μία (1) ώρα πλέον του συμβατικού
ωραρίου και μέχρι εννέα (9) ώρες ημερησίως και σε περιπτώσεις που
συντρέχουν λόγοι αντικειμενικοί ή τεχνικοί λόγοι οργάνωσης της εργασίας για
διάστημα μέχρι έξι (6) μήνες αυξημένος αριθμός ωρών εργασίας κατά δύο (2) ώρες
πλέον του συμβατικού ωραρίου και μέχρι δέκα (10) ώρες ημερησίως και μέχρι 48
ώρες εβδομαδιαίως» (η έμφαση δική μας).
Στη συνέχεια έγιναν και άλλες τροποποιήσεις του άρθρου 41
του νόμου 1892/1990 (κυβέρνηση Μητσοτάκη) για την κακόφημη διευθέτηση του
χρόνου εργασίας, που κατήργησε το οχτάωρο και το σαραντάωρο. Με το νόμο
2864/2000 (άρθρο 5) της κυβέρνησης Σημίτη, με το νόμο 3385/2005 (άρθρο 2) της
κυβέρνησης Κ. Καραμανλή, με το νόμο 3846/2010 (άρθρο 7) της κυβέρνησης Γ.
Παπανδρέου. Από το 2010 ισχύει το άρθρο 7 του νόμου 3846 όσον αφορά τη
διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Παραθέτουμε την 1η παράγραφο και το πρώτο
εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 7:
Αρθρο 7
Διευθέτηση του χρόνου εργασίας
Το άρθρο 41 του ν. 1892/1990 (ΦΕΚ 101 Α΄), όπως
αντικαταστάθηκε με το άρθρο 3 του ν. 2639/1998 (ΦΕΚ 205 Α΄), τροποποιήθηκε με
το άρθρο 5 του ν. 2874/2000 (ΦΕΚ 286 Α΄) και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του
ν. 3385/2005 (ΦΕΚ 210 Α΄), αντικαθίσταται ως ακολούθως:
«1. Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο
εργασίας έως σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, επιτρέπεται για μία χρονική
περίοδο (περίοδος αυξημένης απασχόλησης) ο εργαζόμενος να απασχολείται δύο (2)
ώρες την ημέρα επιπλέον των οκτώ (8) ωρών, υπό την προϋπόθεση ότι οι επιπλέον
των σαράντα (40) (ή του μικρότερου συμβατικού ωραρίου) ώρες εργασίας την
εβδομάδα αφαιρούνται από τις ώρες εργασίας μιας άλλης χρονικής περιόδου
(περίοδος μειωμένης απασχόλησης). Αντί της παραπάνω μειώσεως των ωρών εργασίας,
επιτρέπεται να χορηγείται στον εργαζόμενο ανάλογη ημερήσια ανάπαυση (ρεπό) ή
συνδυασμός μειωμένων ωρών και ημερών αναπαύσεως. Το χρονικό διάστημα των
περιόδων αυξημένης και μειωμένης απασχόλησης δεν υπερβαίνει συνολικά τους
τέσσερις (4) μήνες κατά ημερολογιακό έτος (περίοδος αναφοράς).
Η επιπλέον απασχόληση παρέχεται από τον εργαζόμενο υπό τις
προϋποθέσεις της παραγράφου 6, εφόσον η επιχείρηση εμφανίζει σώρευση εργασίας
που οφείλεται είτε στη φύση, στο είδος ή στο αντικείμενο των εργασιών της είτε
σε ασυνήθεις ή απρόβλεπτους λόγους.
Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή της
επιπλέον αυτής εργασίας, αν δεν είναι σε θέση να την εκτελέσει και η άρνησή του
δεν είναι αντίθετη με την καλή πίστη. Αυτή η άρνηση του εργαζομένου να παράσχει
την επιπλέον εργασία δεν συνιστά λόγο καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του.
Οι κείμενες προστατευτικές διατάξεις για το χρόνο
υποχρεωτικής ανάπαυσης των εργαζομένων έχουν πλήρη εφαρμογή και κατά την
περίοδο της αυξημένης απασχόλησης. Κατά τη διευθέτηση ο μέσος όρος των ωρών
εβδομαδιαίας εργασίας κατά την περίοδο του τετραμήνου (περίοδος αναφοράς), στις
οποίες δεν περιλαμβάνονται οι ώρες της υπερεργασίας και των νόμιμων υπερωριών
της περιόδου μειωμένης απασχόλησης, παραμένει στις σαράντα (40) ώρες ή, εάν
εφαρμόζεται μικρότερο συμβατικό ωράριο, παραμένει στον αριθμό ωρών του
μικρότερου αυτού ωραρίου, ενώ, με συνυπολογισμό των ανωτέρω ωρών υπερεργασίας
και νόμιμων υπερωριών, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ (48)
ώρες.
Σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο
εργασίας έως σαράντα (40) ωρών εβδομαδιαίως, εφόσον η επιχείρηση εμφανίζει
σώρευση εργασίας που οφείλεται είτε στη φύση, στο είδος ή στο αντικείμενο των
εργασιών της είτε σε ασυνήθεις ή απρόβλεπτους λόγους, επιτρέπεται, αντί της
κατά την προηγούμενη παράγραφο διευθέτησης, να συμφωνείται, υπό τις
προϋποθέσεις της παραγράφου 6, ότι μέχρι διακόσιες πενήντα έξι (256) ώρες
εργασίας από το συνολικό χρόνο απασχόλησης εντός ενός (1) ημερολογιακού έτους,
κατανέμονται με αυξημένο αριθμό ωρών σε ορισμένες χρονικές περιόδους, που δεν
μπορούν να υπερβαίνουν τις τριάντα δύο (32) εβδομάδες ετησίως και με
αντιστοίχως μειωμένο αριθμό ωρών κατά το λοιπό διάστημα του ημερολογιακού
έτους.
Παρακάτω, που θα αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο
επέβαλαν οι καπιταλιστές-εργοδότες το δεκάωρο, θα αναφερθούμε και στην
παράγραφο 6 αυτού του άρθρου.
Το οκτάωρο δεν καταργήθηκε μόνο με τη διευθέτηση του χρόνου
εργασίας. Καταργήθηκε και με την εισαγωγή της λεγόμενης εκ περιτροπής
εργασίας, η οποία εισήχθη με το νόμο 2639/1998, από την κυβέρνηση Σημίτη.
Παραθέτουμε το α’ εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 2:
«Επίσης κατά τη σύσταση της σύμβασης εργασίας ή κατά τη
διάρκειά της ο εργοδότης και ο μισθωτός μπορούν με ατομική σύμβαση εργασίας
να συμφωνήσουν κάθε μορφή απασχόλησης εκ περιτροπής ανά ημέρα, εβδομάδα,
μήνα».
Προσέξτε πόσο ξεδιάντροποι γίνονται οι συντάκτες αυτής της
διάταξης, όταν γράφουν ότι οι εργάτες «μπορούν» να συμφωνήσουν με τους
καπιταλιστές-εργοδότες για μερική απασχόληση, είτε με λιγότερες ώρες από το
ημερήσιο οχτάωρο, είτε με λιγότερες μέρες τη βδομάδα, είτε με λιγότερες μέρες
το μήνα. Ο εργάτης δε δουλεύει για χόμπι, αλλά για να επιβιώσει ο ίδιος και η
οικογένειά του. Φυσικά και θα ήθελε περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Δεν έχει, όμως,
την πολυτέλεια να κερδίσει αυτόν τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο σε βάρος του
μισθού του, όπως ξεδιάντροπα ισχυρίζεται ο Χατζηδάκης. Οταν ακόμη και ο μισθός
που παίρνει με οκτάωρο-σαραντάωρο για 22 ημέρες το μήνα δεν φτάνει για να
«χορτάσει την πείνα», τη δική του και της οικογένειάς του, δεν υπάρχει
περίπτωση να συμφωνήσει για εκ περιτροπής εργασία. Την εκ περιτροπής
εργασία, απλούστατα, την επιβάλλει ο καπιταλιστής-εργοδότης.
Με το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του νόμου
3846/2010 (δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 11.5.2010), ο καπιταλιστής-εργοδότης,
επικαλούμενος περιορισμό των δραστηριοτήτων της επιχείρησής του, μπορεί να
επιβάλει σύστημα εκ περιτροπής εργασίας για έξι μήνες.
Με το νόμο 3899/2010 (δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ στις 17.12.2010),
τροποποιήθηκε η διάταξη για τη διάρκεια της εκ περιτροπής εργασίας, η οποία από
έξι μήνες αυξήθηκε σε εννιά. Μέσα στον ίδιο χρόνο έγινε η αλλαγή, κατ’ απαίτηση
των καπιταλιστών! Παραθέτουμε την παράγραφο 3 του άρθρου 17 αυτού του νόμου, με
το οποίο τροποποιήθηκε το τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του
νόμου 3846/2010:
«Αν περιοριστούν οι δραστηριότητές του ο εργοδότης μπορεί,
αντί καταγγελίας της σύμβασης εργασίας, να επιβάλλει σύστημα εκ περιτροπής
απασχόλησης στην επιχείρησή του, η διάρκεια της οποίας δεν επιτρέπεται να
υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος, μόνο εφόσον
προηγουμένως προβεί σε ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους
των εργαζομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 260/2006 και του ν.
1767/1988».
Οπως βλέπουμε, λοιπόν, το οχτάωρο πρώτος το κατήργησε ο
ιδεολογικός μπαμπάς του Χατζηδάκη και φυσικός μπαμπάς του Κούλη. Στα χνάρια του
ακολούθησαν όλες οι επόμενες κυβερνήσεις. Με τη συνδυαστική χρήση της
διευθέτησης του χρόνου εργασίας και της εκ περιτροπής εργασίας, η εργασία των
εργατών και όλων των μισθωτών εργαζόμενων έχει μετατραπεί σ εργασία δούλων, με
τους καπιταλιστές-εργοδότες να κάνουν το κουμάντο σαν σύγχρονοι δουλοκτήτες.
Δεύτερο ψέμα, ο ισχυρισμός του Χατζηδάκη ότι με το
εργασιακό του έκτρωμα θέλει να εξασφαλίσει, μέσω της ατομικής συμφωνίας εργοδότη
και εργαζόμενου, μια ισορροπία ανάμεσα στην εργασία και στις προσωπικές ανάγκες
του εργαζόμενου. Αυτό είναι μεγάλο ψέμα, γιατί ήδη δίνεται η δυνατότητα να κάθεται
ο εργαζόμενος για πολλές μέρες, «για να καλύπτει τις προσωπικές του ανάγκες»,
και να ξεθεώνεται για ένα μεγάλο διάστημα, χωρίς να παίρνει παραπάνω χρήματα
για τις επιπλέον του οχταώρου ώρες. Μιλάμε για 236 ώρες σε διάστημα 32
εβδομάδων, χωρίς να τις πληρώνεται ο εργάτης ως υπερωρία, σύμφωνα μόνο με την
περιβόητη διευθέτηση του χρόνου εργασίας!
Πρέπει να τονίσουμε ότι ο Χατζηδάκης, με το εργασιακό του
έκτρωμα, επιβάλλει κυριαρχικά το περιβόητο διευθυντικό δικαίωμα των
καπιταλιστών και στον καθορισμό της διευθέτησης του χρόνου εργασίας, μέσω της
επιβολής της θέλησής τους στους εργαζόμενους, σύμφωνα με το άρθρο 58. Με αυτό
το άρθρο γενικεύεται η επιβολή της διευθέτησης του χρόνου εργασίας από τον
εργοδότη, μέσω της περιβόητης ατομικής συμφωνίας, βάζοντας στη μπάντα
ακόμη και τα αστικοποιημένα συνδικάτα.
Επίσης, την εκ περιτροπής εργασία, σύμφωνα με την παράγραφο
3 του άρθρου 17 του νόμου 3899/2010, που προαναφέραμε, την επιβάλλει με το
κακόφημο Συμβούλιο Εργαζομένων του νόμου 1767/1988. Το Συμβούλιο Εργαζομένων
δεν είναι συνδικαλιστική οργάνωση, αλλά ένα εργαλείο στα χέρια των
καπιταλιστών. Παραθέσουμε στο τέλος το νόμο 1767/1988, που ψηφίστηκε από την
κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου.
Τρίτο ψέμα. Ισχυρίζεται ο Χατζηδάκης, ότι αυξάνει τις
ώρες υπερωρίας και έτσι δίνεται η δυνατότητα στους εργαζόμενους να αυξήσουν το
μισθό τους!
Καταρχήν, αποκαλύπτει καπιταλιστικό κυνισμό ο ισχυρισμός ότι
άμα ο εργαζόμενος θέλει να αυξήσει το μισθό του πρέπει να κάνει υπερωρίες. Ο
εργαζόμενος θέλει ο μισθός του να καλύπτει τις ανάγκες του στο πλαίσιο του
οχτάωρου. Για να μη μιλήσουμε για το υπερώριμο αίτημα της γενικής μείωσης του
χρόνου εργασίας, μετά την αλματώδη αύξηση της παραγωγικότητας της κοινωνικής
εργασίας (σκεφθείτε ότι μιλάμε ακόμα για υπεράσπιση του οχτάωρου, ενάμιση αιώνα
μετά το Σικάγο!). Ο εργαζόμενος αναγκάζεται να κάνει υπερωρίες, επειδή ο μισθός
του δεν του φτάνει για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του. Θέλει θράσος και
γαϊδουριά, για να χαρακτηρίσει κάποιος την ανάγκη επιβίωσης, «επιλογή αύξησης
του μισθού».
Από την άλλη, πέραν του κυνισμού του, ο ισχυρισμός Χατζηδάκη
για τις υπερωρίες είναι μεγάλο ψέμα, γιατί οι καπιταλιστές, έχοντας στη διάθεσή
τους τη βεντάλια με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας και την εκ περιτροπής
εργασίας, δεν έχουν καμιά ανάγκη να βάλουν τους εργάτες να δουλέψουν υπερωριακά
στην περίοδο που έχουν μεγάλο φόρτο εργασίας, και να τους πληρώνουν τις
υπερωρίες.
Μένουμε επί του παρόντος σ’ αυτές τις πλευρές του εκτρώματος
Χατζηδάκη. Το άρθρο αυτό είναι το τρίτο (τα δύο προηγούμενα εδώ και εδώ)
και πήρε μεγάλη έκταση. Θα συνεχίσουμε και με άλλες πλευρές του αντεργατικού
εκτρώματος Χατζηδάκη (για παράδειγμα, το άρθρο 65 για τις παράνομες απολύσεις
και τα άρθρα για τη μετατροπή του ΣΕΠΕ σε… ανεξάρτητη αρχή), προκειμένου να
ολοκληρώσουμε τον σχολιασμό του.
0 Σχόλια