Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του ψυχολόγου, ψυχαναλυτικού-ψυχοθεραπευτή και διδάκτορος Θεόδωρου Παπαγαθονίκου (με τον οποίο είχαμε παρουσιάσει στο pm το θέμα “Ενδοοικογενειακή βία & το προφίλ του άντρα που κακοποιεί”) υπό τον τίτλο “Η αδιαχώριστη φύση της αγάπης και του μίσους” κέντρισε το αναγνωστικό μου ενδιαφέρον.
“Η πρώτη μεγάλη τραγωδία του ανθρώπου, κατά την άποψη μου,
είναι η κατάρρευση της παντοδυναμίας του. Όταν το βρέφος έρχεται στον κόσμο και
ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μήνες της ζωής του αισθάνεται παντοδύναμο: όταν
πεινάει έρχεται κάποιος και το ταΐζει, όταν κρυώνει το σκεπάζει και ούτω
καθεξής.
Το βρέφος, ωστόσο, δε μπορεί να αντιληφθεί ότι υπάρχει ένα
πρόσωπο πέραν του εαυτού του που το φροντίζει, αλλά όλα αυτά γίνονται με έναν
«μαγικό» τρόπο καθώς τα προκαλεί το ίδιο. Σταδιακά όμως, το βρέφος αρχίζει να
συνειδητοποιεί ότι υπάρχει ένα πρόσωπο έξω από αυτό που καλύπτει τις ανάγκες
του κι αν το πρόσωπο αυτό σταματήσει να το φροντίζει, τότε αυτό θα πεθάνει.
Σε αυτό το χρονικό σημείο δημιουργείται και το άγχος
θανάτου/αφανισμού”, επισημαίνει στην εισαγωγή του ο κ. Παπαγαθονίκου.
Ιδιαίτερη έμφαση θα δώσω και στον επίλογο του άρθρου του “Η
«ψυχική ανεξαρτησία» είναι μύθευμα και ψυχολογικά αδύνατη. Φιλοσοφικά, θα όριζα
την ανεξαρτησία ως την ικανότητα ανοχής της σχετικής εξάρτησης προς ένα άλλο
πρόσωπο.
Συνεπώς, προορισμένοι να εξαρτόμαστε, να μισούμε και να
αγαπάμε πρέπει να καταφέρουμε, αυτό που πριν πολλές δεκαετίες ειπώθηκε από
κάποια ψυχαναλύτρια: να αγαπάμε χωρίς να καταστρέφουμε”.
Βλ. όλο το άρθρο στοn ιστότοπο theclown.
Διαβάζοντας το συγκεκριμένο άρθρο που μας δίνει τροφή για
σκέψη και προβληματισμό, συνειρμικά μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα της
παιδοκτόνου μητέρας που έχουμε επιχειρήσει να την σκιαγραφήσουμε μέσα από την
ανάλυση πραγματικών υποθέσεων (μελετών περίπτωσης), οι οποίες έχουν απασχολήσει
τα ΜΜΕ.
Αυτή η αδιαχώριστη φύση της αγάπης και του μίσους, με την
αδυναμία της παιδοκτόνου να διαχειριστεί τα συναισθήματά της και να “αγαπά
χωρίς να καταστρέφει” όπως τόσο εύστοχα ειπώθηκε στο άρθρο, διαδραματίζει θεωρώ
έναν καθοριστικό ρόλο κατά το πέρασμα στην εγκληματική πράξη.
Να αναφέρω στο σημείο αυτό ότι η παιδοκτονία είναι μία
ακραία πράξη βίας, με τη διεθνή έρευνα να αναδεικνύει και να μελετά σε βάθος
πληθώρα παραγόντων -κοινωνικών, ψυχολογικών, ψυχιατρικών, βιολογικών- που
δύναται να οδηγήσουν σε αυτή την εγκληματική πράξη.
Σύμφωνα με διεθνείς έρευνες ο πιο συνηθισμένος παράγων για
τη δολοφονία των νεογέννητων/neonaticide είναι ψυχοκοινωνικός και έγκειται στην
επιθυμία της μητέρας να απαλλαγεί από το μωρό μόλις αυτό γεννηθεί, εξαιτίας
φόβου ή ντροπής.
Τόσο τα ψυχοδυναμικά, όσο και τα ψυχιατρικά μοντέλα δίνουν
βαρύτητα στις διαταραχές του νου που προκαλούνται στη μητέρα εξαιτίας της
γέννησης του παιδιού. Συγκεκριμένα, βάσει του βιολογικού μοντέλου η μητέρα
μπορεί να παρομοιαστεί με ένα δοχείο μέσα στο οποίο ρέουν ανεξέλεγκτα ορμόνες,
οι οποίες μπορούν να την οδηγήσουν ακόμα και σε εγκληματική δράση. Ωστόσο, η
διάπραξη ενός τόσο σοβαρού εγκλήματος, όπως είναι η παιδοκτονία δεν οφείλεται
μόνο στις ορμονικές διαταραχές της γυναίκας.
Από ψυχιατρική σκοπιά συνηθισμένη διάγνωση σε εγκλήματα που
διαπράττουν μητέρες είναι η σοβαρή κατάθλιψη με ψυχωσικά χαρακτηριστικά. Άλλη
σημαντική διαγνωστική κατηγορία που σχετίζεται με την παιδοκτονία είναι η
σχιζοφρένεια.
Από κοινωνιολογική σκοπιά πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι
κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, όπως η φτώχια, η ανεργία και ο
αποκλεισμός, δύναται να επιδράσουν δυσμενώς στην ψυχοσύνθεση μίας γυναίκας που
ταυτόχρονα είναι και μητέρα.
Η παιδοκτόνος, σύμφωνα με ψυχαναλυτικές θεωρίες, προβάλλει
στο βρέφος, που αποτελεί την ναρκισσιστική προέκταση του εαυτού της, την
αρνητική πλευρά της – εκείνη την πλευρά της προσωπικότητάς της που αρνείται να
δεχτεί και να αποδεχτεί-. Συνεπώς, σκοτώνοντας το βρέφος ουσιαστικά “σκοτώνει”
τα αρνητικά συναισθήματα που της προκαλεί η δική της αρνητική εικόνα (όπως
προβάλλεται στο μωρό) και η παράλληλη αδυναμία της να διαχειριστεί τα
συναισθήματα αγάπης – μίσους που μπορεί να της δημιουργεί η γέννηση του μωρού
της, εκείνες τις πρώτες στιγμές που το φέρνει στη ζωή και μπορεί να νιώθει
μόνη, αβοήθητη, απελπισμένη.
Υπό αυτή την έννοια η λειτουργία της δολοφονίας του παιδιού
αντιστοιχεί φαντασιακά, μέσα από τη λειτουργία του καθρέπτη, με τη λειτουργία
της αυτοκτονίας. Σκοτώνοντας το κακό κομμάτι του εαυτού της, όπως αυτό
προβάλλεται στο παιδί, η μητέρα ανακουφίζεσαι περιστασιακά από τις αρνητικές
πλευρές της προσωπικότητάς της, την ύπαρξη των οποίων αρνείται να δεχτεί και να
αποδεχτεί.
Το βρέφος, που μόλις έχει έρθει στη ζωή, έχει αναμφίβολα
απόλυτη ανάγκη τη φροντίδα της μητέρας για να επιβιώσει και όταν εκείνη
αντιλαμβάνεται την αδυναμία της να καλύψει τις ανάγκες του και ταυτόχρονα
ανακαλεί στη μνήμη της την αδυναμία της δικής της μητέρας όταν έπρεπε να
ικανοποιήσει τις δικές της ανάγκες, φέρεται να βρίσκεται σε ένα πολύ μεγάλο
συναισθηματικό αδιέξοδο.
Τα πολύ δυνατά συναισθήματα αγάπης και μίσους για το βρέφος
αλλά και για τον εαυτό της, όπως και για άλλα πρόσωπα που μπορεί να της
προκαλούν τον πραγματικό της πόνο (δική της μητέρα, σύντροφος κ.ά.) διαπλέκονται
στα παράδοξα παιχνίδια του μυαλού, με την παιδοκτόνο να καθίσταται τελικά
ανίκανη να διαχειριστεί αυτό τον χείμαρρο συναισθημάτων που βιώνει και αδύναμη,
όσο είναι αβοήθητη και χωρίς την κατάλληλη στήριξη και υποστήριξη, να αγαπήσει
χωρίς να καταστρέψει….
Να σημειώσω ολοκληρώνοντας ότι η παιδοκτόνος μητέρα
αποτελεί, επίσης, ένα θέμα προς διερεύνηση στο νέο μου βιβλίο, επομένως το
προσεχές χρονικό διάστημα θα επανέλθουμε σε αυτό με νέο υλικό.
Συμπερασματικά, η παιδοκτονία είναι ένα έγκλημα που
λαμβάνει, πέρα από τις πολύ σοβαρές εγκληματολογικές, και ισχυρές κοινωνικές
διαστάσεις και προεκτάσεις, τις οποίες είναι εξαιρετικά σημαντικό να εξετάσουμε
και βέβαια να αναδείξουμε στο πλαίσιο της ενημέρωσης του κοινού.
της Αγγελικής Καρδαρά.
0 Σχόλια