Σύμφωνα με το άρ. 31 του Σωφρονιστικού Κώδικα («Σωφρ.Κ.»), όπως ισχύει μετά το Νόμο 4760/2020 ο κρατούμενος που δηλώνει ότι κατέρχεται σε απεργία πείνας έχει το δικαίωμα να καλέσει ιατρό του καταστήματος ή και ιατρό της επιλογής του για να διαπιστωθεί η κατάσταση της σωματικής, ψυχικής και πνευματικής του υγείας.
Αν ο απεργός περιέλθει σε κατάσταση άμεσου κινδύνου ζωής ή
σοβαρής και μόνιμης βλάβης της υγείας του, τότε μόνον εφόσον ο κρατούμενος δεν
βρίσκεται σε κατάσταση να συναινέσει ή αρνείται τη συναίνεσή του σε ιατρική
πράξη, η οποία κρίνεται αναγκαία για την υγεία του, ο αρμόδιος δικαστικός
λειτουργός διατάσει τη λήψη των κατάλληλων κατά περίπτωση μέτρων, ενώ καθόσον
χρόνο ο κρατούμενος είναι σε αντιληπτική ικανότητα να παράσχει τη συναίνεσή του
απαγορεύεται η διενέργεια οποιονδήποτε ιατρικών ή άλλων συναφών πειραμάτων, που
θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή, τη σωματική ή ψυχική υγεία ή προσβάλλουν την
αξιοπρέπεια και την προσωπικότητα του κρατουμένου, ακόμη και αν ο ίδιος
συναινεί στη διεξαγωγή τους.
Κάθε είδους ιατρική εξέταση, ιατροχειρουργική επέμβαση ή
θεραπευτική αγωγή σε κρατούμενο επιτρέπεται μόνο με συναίνεσή του.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρ. 72 του Σωφρ.Κ., η μεταγωγή
κρατουμένων παραγγέλλεται για λόγους προσωπικούς, οικογενειακούς,
εκπαιδευτικούς και για τοποθέτηση σε εργασία, για λόγους υγείας, για λόγους
δικονομικούς ή συναφείς και για λόγους που σχετίζονται με την ομαλή λειτουργία
του καταστήματος κράτησης.
Με το άρ. 41 του Ν. 4356/2015 ορίστηκε ότι στα αγροτικά
καταστήματα κράτησης και την Κεντρική Αποθήκη Υλικού Φυλακών (Κ.Α.Υ.Φ.)
δύνανται να μετάγονται κατάδικοι κρατούμενοι, ικανοί για εργασία, ανεξαρτήτως
αδικήματος, με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών, μετά από πρόταση του
Συμβουλίου Φυλακής και εφόσον: (α) Έχουν καταδικαστεί σε ποινή ή συνολικές
ποινές φυλάκισης ή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) έτη, (β) Έχουν καταδικαστεί σε ποινή
ή συνολικές ποινές φυλάκισης ή κάθειρξης άνω των δέκα (10) ετών, έχουν εκτίσει
πραγματικά το ένα πέμπτο (1/5) της ποινής τους και τους έχει χορηγηθεί
τουλάχιστον μία (1) τακτική άδεια τους όρους της οποίας έχουν τηρήσει, (γ)
Έχουν καταδικαστεί σε ποινή ισόβιας κάθειρξης, έχουν εκτίσει πραγματικά οκτώ
(8) έτη και τους έχει χορηγηθεί τουλάχιστον μία (1) άδεια τους όρους της οποίας
έχουν τηρήσει.
Με το άρ. 3 του Ν. 4760/11-12-2020 τροποποιήθηκε η ανωτέρω
ρύθμιση και στα αγροτικά καταστήματα κράτησης και την Κεντρική Αποθήκη Υλικού
Φυλακών (Κ.Α.Υ.Φ.) δύνανται να μετάγονται κατάδικοι κρατούμενοι, ικανοί για
εργασία, ανεξαρτήτως αδικήματος, με απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής Μεταγωγών,
μετά από πρόταση του Συμβουλίου Φυλακής, εφόσον τους έχει χορηγηθεί τακτική
άδεια τουλάχιστον μια (1) φορά, έχουν τηρήσει τους όρους της άδειας και υπό τις
εξής προϋποθέσεις: α) έχουν ποινή ή συνολικές ποινές φυλάκισης μέχρι πέντε (5)
έτη και έχουν εκτίσει πραγματικά το ένα δέκατο (1/10) της ποινής τους ή β)
έχουν ποινή κάθειρξης ή συνολικές ποινές φυλάκισης μέχρι (10) έτη και έχουν
εκτίσει πραγματικά το ένα πέμπτο (1/5) της ποινής τους ή γ) έχουν ποινές άνω
των δέκα (10) ετών συνολικά και έχουν εκτίσει πραγματικά τα τρία δέκατα (3/10)
της ποινής τους ή δ) έχουν ποινή ισόβιας κάθειρξης και έχουν εκτίσει πραγματικά
δέκα (10) έτη.
Με την ίδια διάταξη ορίζεται ρητώς ότι απαγορεύεται η
μεταγωγή ή η παραμονή σε αγροτικές φυλακές και στην Κ.Α.Υ.Φ. σε όσους
κρατούμενους έχουν καταδικασθεί για εγκλήματα τρομοκρατίας, όπως επίσης σε
κρατούμενους που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας ή έχει εκλείψει
ο λόγος χορήγησής της ή έχουν υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα ή εάν εκκρεμεί
σε βάρος τους ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος που
ενέχει πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων ή κακουργήματος
ή διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα.
Κρατούμενος ο οποίος από τον χρόνο μετάβασής του σε
αγροτικές φυλακές ή στην Κ.Α.Υ.Φ. απωλέσει τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας ή
εκλείψει ο λόγος χορήγησής της ή υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα ή ασκηθεί σε
βάρος του ποινική δίωξη για αξιόποινη πράξη σε βαθμό πλημμελήματος που ενέχει
πράξεις βίας ή απειλής βίας κατά προσώπων και πραγμάτων ή κακουργήματος ή
διαδικασία εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ή έκδοσης σε τρίτη χώρα,
επαναμετάγεται στο κατάστημα κράτησης από το οποίο αρχικά μετήχθη.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η νομοθεσία σχετικά με την
μεταγωγή κρατουμένου έχει έντονο πολιτικό χαρακτήρα και συνοδεύεται κατά λογική
αναγκαιότητα από τις εκάστοτε αντιλήψεις της εκτελεστικής εξουσίας.
Η Σωφρονιστική είναι ο γενικός όρος που χρησιμοποιείται για
ένα ευρύ φάσμα λειτουργιών που διεξάγονται από κρατικούς φορείς των οποίων το
έργο επικεντρώνεται στην μεταχείριση και την επίβλεψη των ατόμων που
κατηγορούνται ή έχουν καταδικασθεί για ποινικά αδικήματα. Όπως ο όρος
υπαινίσσεται, η σωφρονιστική διαδικασία στοχεύει κυρίως στην τιμώρηση εκείνου
που διέπραξε την εγκληματική πράξη, στην αποκατάσταση της διατάραξης της
κοινωνικής ισορροπίας που προξενήθηκε από την παραβατική πράξη μέσω των
συνεπειών που αντιμετωπίζει ο παραβάτης αλλά και στη δημιουργία ενός προτύπου,
ενός κανόνα συμπεριφοράς στις ανθρώπινες σχέσεις.
Η διαδικασία αυτή συχνά προσκόπτει στο εμπόδιο που θέτει το
γεγονός ότι η συμπεριφορά, οι αξίες και οι στάσεις στων οποίων τη βελτίωση επικεντρώνεται
η σωφρονιστική εμπυάζουν για μακρό χρονικό διάστημα μέσα σε ένα δυσλειτουργικό
κοινωνικό περιβάλλον, ενώ πολλοί εκ των παραβατών έχουν αναπτύξει μια
ψυχολογική – συναισθηματική επένδυση στον τρέχοντα τρόπο ζωής τους με
αποτέλεσμα να μην προτίθενται πλέον, καθόλου, να σωφρονισθούν.
Γι΄αυτό και πρώτιστο μέλημα της συμβουλευτικής στο
σωφρονιστικό κατάστημα είναι αφενός η παροχή ειδικής βοήθειας για τη επίτευξη
των προσωπικών επιλογών και στόχων, αφετέρου δε η αντιμετώπιση των δεινών που
συνεπάγεται ο εγκλεισμός, αρκεί αυτή η συμβουλευτική να στοχεύει στην πρόγνωση
ότι ο κρατούμενος έχει εκδηλώσει συν τω χρόνω την επιθυμία να αποδεχθεί την
αξιακή σύμπλευση με το αντικείμενο της συμβουλευτικής.
Κεντρικός άξονας των επιστημονικών αναζητήσεων για τη διαμόρφωση
ενός τελεσφόρου σωφρονιστικού συστήματος υπήρξε η ιδέα ότι κατά το χρόνο
έκτισης της ποινής ο κρατούμενος δεν πρέπει να παραμένει αδρανής, αλλά να του
παρέχονται ερεθίσματα και κίνητρα για την ηθικοπνευματική του μεταβολή:
Αποφεύγεται ο όρος «βελτίωση», καθώς εμπεριέχει έντονα φρονηματικά στοιχεία. Η
εξέλιξη του σωφρονιστικού συστήματος επικεντρώνει στο προοδευτικό ή ιρλανδικό
σύστημα (progressive merit system ή Irish convict system), με το οποίο
επιδιώκεται ο συνδυασμός και η διεύρυνση προηγούμενων συστημάτων υπό τη μορφή
διαδοχικών σταδίων στην έκτιση της ποινής (που αντιστοιχούν σε χαλάρωση των
συνθηκών διαβίωσής του, από το καθεστώς απομόνωσης και της σιωπηρής επαφής του
με άλλους κρατουμένους, στο καθεστώς ημιελευθερίας και στην υπό όρον απόλυσή του).
Στην πράξη οι ρυθμίσεις περί προοδευτικού συστήματος δεν
εφαρμόσθηκαν στην Ελλάδα με ικανοποιητικό τρόπο, αλλά ούτε και θεωρούνται πλέον
σύμφωνες με τα σύγχρονα πορίσματα της σωφρονιστικής επιστήμης, κατά τα οποία οι
άδειες εξόδου και η ημιελεύθερη διαβίωση θα πρέπει να παρέχονται όχι
απαραιτήτως μετά την έκτιση ενός μεγάλου μέρους της ποινής, όπως πρεσβεύει το
προοδευτικό σύστημα, αλλά και σε πρωιμότερο στάδιο (βλ. Κουράκης Ν.,
Σωφρονιστικό Σύστημα, Λεξικό Εγκληματολογίας, 2018, σ. 1030 και ΣυστΕρΠοινκ,
2005, άρ. 52, αρ. 3).
Στο δημόσιο διάλογο για το αίτημα του Δ. Κουφοντίνα έχει
γίνει λόγος για «καθαρή υπόθεση» (βλ. Καμπαγιάννη, efsyn, 16.02.2021, άρθρο στο
οποίο φιλοξενείται η προδήλως εσφαλμένη και εγκληματοπροληπτικά ακατέργαστη
άποψη ότι «η δημοκρατία δικαιώνει αναδρομικά τη βίαιη δράση») ή για «ειδική
μεταχείριση» (βλ. Λαλιούτη, protagon, 21.02.201) κ.α.
Το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω έχει τις εξής βασικές
εκφάνσεις: Αφενός μεν τίθεται το νομικό ερώτημα, εάν αποσκοπεί σε κάποιον σκοπό
σωφρονισμού η εν λόγω απαγόρευση κράτησης σε αγροτική φυλακή, και πέραν της
ξεκάθαρης διατύπωσης του Σωφρονιστικού Κώδικα, ότι επαναμετάγεται στο κατάστημα
κράτησης από το οποίο αρχικά μετήχθη ο κρατούμενος που δεν πληροί τις
προϋποθέσεις.
Η θέση μας εν προκειμένω είναι ότι ο Δ. Κουφοντίνας
παραπονείται βασίμως, διότι η παραμονή του στην αγροτική φυλακή θα εξυπηρετήσει
το βασικό σκοπό της σωφρονιστικής, που είναι η ηθικοπνευματική του μεταβολή.
Αντιθέτως η παλινδρομική κίνηση της μεταγωγής ενός κρατουμένου με βίαιη
μεταβολή των συνθηκών κράτησης, όχι μόνον δεν εξυπηρετεί τους στόχους της
σωφρονιστικής επιστήμης, αλλά δημιουργεί και στον πολίτη ένα
«πήγαινε
– έλα » στην κατανόησή
του ως προς τη στάση
της Πολιτείας,
η οποία ανάλογα με το πολιτικό πρόσημο – προσανατολισμό της εκτελεστικής εξουσίας, απαντά αναλόγως.
Αποτέλεσμα αυτής της παλινδρόμησης είναι η έλλειψη γνώσης και ενημέρωσης,
ιδιαίτερα έλλειψη της κατανόησης του κοινωνικού συνόλου, γιατί και πώς πρέπει
να αντιμετωπίζεται το έγκλημα. Το έλλειμμα είναι κυρίως εγκληματοπροληπτικά
σημαντικό, καθώς δεν ενισχύει τις προϋποθέσεις της γενικής πρόληψης και
κατανόησης από το κοινωνικό σύνολο, των στόχων της κοινωνικής επανένταξης. Και
πάλι αποφεύγεται ο όρος «βελτίωση», λόγω του φρονηματικού στοιχείου της.
Επιπλέον, φαίνεται ότι η εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης
έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της σωφρονιστικής επιστήμης, καθώς στην
περίπτωση του Δ. Κουφοντίνα επίκειται λίαν συντόμως η υπό όρον απόλυσή του, υπό
τις προϋποθέσεις του σωφρονιστικού κώδικα, και έχει ήδη γίνει προεργασία για
την προετοιμασία του στην κοινωνική επανένταξη. Προς τι λοιπόν η οπισθοδρόμηση;
Αφετέρου εγείρονται ζητήματα που έχουν μια πολιτική διάσταση, καθώς με την
απεργία πείνας περιέρχεται σε κατάσταση διακινδύνευσης της ζωής του ένας κρατούμενος,
του οποίου η απεργία πείνας για πολλούς λόγους δεν θα παραμείνει στο πλαίσιο
μιας κραυγής ενάντια στην επιλογή της σωφρονιστικής νομοθεσίας και υπηρεσίας,
αλλά θα επεκταθεί λαμβάνοντας, ενδεχομένως, μια γενικότερη στάση κοινωνικής
αντίδρασης.
Δεν γνωρίζει κανείς εάν ο Δ. Κουφοντίνας είναι o Έλληνας
Bobby Sands, που πέθανε μετά από 66 ημέρες απεργίας πείνας, για τον οποίον σε
απάντηση σε ερώτηση στη Βουλή των Κοινοτήτων την 5 Μαΐου 1981, η τότε
πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Margaret Thatcher, είπε: “Ο κ. Sands ήταν
καταδικασμένος εγκληματίας. Επέλεξε να τερματίσει τη ζωή του. Ήταν μια επιλογή
που η οργάνωσή του δεν επέτρεψε σε πολλά από τα θύματά του”.
Βέβαιον είναι ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν θέλει και δεν
πρέπει να τοποθετηθεί εκδικητικά. Δεν πρέπει να συνδεθεί η συγκεκριμένη στάση
του ως κρατουμένου με τις πράξεις, για τις οποίες ήδη έχει εκτίσει την ποινή
του. Ούτε ο απευκταίος θάνατός του ως απεργού πείνας θα αποτελέσει δικαίωση της
σωφρονιστικής επιστήμης, αλλά αντιθέτως την πανηγυρική ήττα της. Κάθε
προσέγγιση που συνδέει την πράξη του κρατουμένου απεργού πείνας με τις πράξεις
για τις οποίες καταδικάσθηκε είναι ευθέως αντίθετη με το σωφρονιστικό κώδικα
και το ποινικοδογματικό μας σύστημα. Και η διάταξη του άρ. 3 του Ν.
4760/11-12-2020 ενέχει σοβαρό δικαιοκρατικό έλλειμμα και δεν λαμβάνει υπόψιν τα
πορίσματα της σύγχρονης σωφρονιστικής.
Η Ελλάδα διδάσκει δημοκρατία στην Ευρώπη, δεν δέχεται
μαθήματα δημοκρατίας από πουθενά εκτός του ελλαδικού χώρου. Δυστυχώς όμως
φαίνεται ότι αυτό το διάνυσμα αρχίζει να κάμπτεται, χωρίς όμως να σημαίνει ότι
ο νομικός κόσμος «τρώει κουτόχορτο», όταν γίνεται η συζήτηση αυτή βορά μιας
φθηνής πολιτικής εκμετάλλευσης από οποιονδήποτε πολιτικό φορέα όλου του
φάσματος, του συνταγματικού τόξου ή μη. Πολλώ μάλλον, όταν η κορυφή της
(σημερινής) εκτελεστικής εξουσίας, ο κ. Πρωθυπουργός, οφείλει να απέχει από
οποιαδήποτε τοποθέτηση σχετικά με το ζήτημα αυτό, λόγω της ιδιότητας της
οικογενείας του, να έχει συμμετάσχει στην εν λόγω δίκη ως πολιτική αγωγή για τη
δολοφονία του αειμνήστου Παύλου Μπακογιάννη.
Ως συνήγορος υπερασπίσεως, έχω εκπροσωπήσει στη δίκη αυτή
(της «17 Νοέμβρη») τον Παύλο Σερίφη, τον Κώστα Καρατσώλη και τον Ηρακλή
Κωστάρη, στο πλευρό του αειμνήστου Γιάννη Σταμούλη. Γνωρίζω τα πρόσωπα που
συμμετείχαν σε αυτήν. Θεωρώ ότι το φαινόμενο αυτό, της 17 Νοέμβρη, έχει
ενταχθεί στις σελίδες της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας, είτε το θέλουμε είτε
όχι. Και δεν πρέπει να κλείσει ο κατάλογος των νεκρών με το θάνατο του απεργού
πείνας, αλλά με τη νίκη της δημοκρατίας και της ορθής εφαρμογής των αρχών της
σωφρονιστικής, που δεν εκδικείται τον κρατούμενο, αλλά τον προετοιμάζει να
επανενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο. Ακόμα και τον αμετανόητο, θα έλεγε κανείς
καλύτερα, ακόμα και αυτόν που δεν επιθυμεί να ενταχθεί στο αξιακό σύστημα, όπως
το ορίζει εκείνος. Η Δημοκρατία δεν συγκρίνει το αξιακό της σύστημα με κανενός
άλλου, διότι τότε αυτοκαταργείται.
Θεμιστοκλής Ι. Σοφός, -Διδάκτωρ Νομικής Πανεπιστημίου Βόννης
– Γεν. Γραμματέας του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού και Διεθνούς Ποινικού Δικαίου
-Μέλος Δ.Σ. του Δ.Σ.Α. – Δικηγόρος Αθηνών
3 Σχόλια