Το πρόσφατο περιστατικό με το θάνατο του εικοσάχρονου έφερε στο προσκήνιο ένα κρίσιμο ζήτημα το όποιο ενώ είναι νομοθετικά ρυθμισμένο αποτελεί ταμπού για την ελληνική κοινωνία.
Μπορεί ο Έλληνας Αστυνομικός να χρησιμοποιήσει το όπλου
του;
Δυστυχώς, όποιος τολμήσει να απαντήσει ναι ή όχι κινδυνεύει
να χαρακτηρισθεί με πολιτικούς και κοινωνικούς όρους, ενώ στην πραγματικότητα η
απάντηση είναι πολύ πιο σύνθετη, είναι νομική, πολύπλοκη και συνδέεται με
πολλές, μα πάρα πολλές παραμέτρους.
Το νομοθετικό πλαίσιο το οποίο καλύπτει την οπλοχρησία των
αστυνομικών αρχικά επιτρέπει την χρήση όπλου τόσο για εκφοβισμό όσο και για
εξουδετέρωση. Ωστόσο, η χρήση του όπλου αποτελεί την έσχατη λύση, αφού
πρώτα έχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα μέσα, ενώ παράλληλα ισχύει η βασική αρχή
της αναλογικότητας, όπου ο αστυνομικός σταθμίζοντας τις καταστάσεις θα πρέπει
να προβεί στην μικρότερη δυνατή βλάβη επιδιώκοντας τη σύλληψη και όχι το
θάνατο.
Ο Νόμος μάλιστα δίνει και τη σειρά με την οποία πρέπει να
γίνει η χρήση όπλου. Ουδείς μπορεί κατευθείαν να σηκώσει το όπλο και να
πυροβολήσει στο κεφάλι. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 1 του Ν. 3169/2003 αναφέρεται:
«Ο πυροβολισμός, ανάλογα με το στόχο της βολής, κλιμακώνεται
σε:
(1) εκφοβιστικό, όταν δεν στοχεύεται η πλήξη
οποιουδήποτε στόχου,
(2) κατά πραγμάτων, όταν στοχεύεται η πλήξη πραγμάτων,
(3) ακινητοποίησης, όταν στοχεύεται η πλήξη μη ζωτικών
σημείων του σώματος ανθρώπου και ιδίως των κάτω άκρων αυτού και
(4) εξουδετέρωσης, όταν στοχεύεται η πλήξη ανθρώπου
και πιθανολογείται ακόμη και ο θάνατός του».
Παράλληλα, στο άρθρο 3 ξεκαθαρίζεται ότι η χρήση όπλου
είναι η τελευταία και η έσχατη λύση. Θα πρέπει να έχουν εξαντληθεί όλοι οι
άλλοι τρόποι. Και πάλι σε αυτή τη φάση η χρήση όπλου δε σημαίνει εξουδετέρωση
του θύματος. Συγκεκριμένα, ο νόμος αναφέρει:
«Ο αστυνομικός επιτρέπεται να κάνει χρήση πυροβόλου όπλου,
εφόσον αυτό απαιτείται για την εκπλήρωση του καθήκοντός του και συντρέχουν οι
παρακάτω προϋποθέσεις:
α. Έχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα του πυροβολισμού μέσα,
εκτός αν αυτά δεν είναι διαθέσιμα ή πρόσφορα στη συγκεκριμένη περίπτωση.
Ηπιότερα μέσα είναι ιδίως παραινέσεις, προτροπές, χρήση εμποδίων, σωματικής
βίας, αστυνομικής ράβδου, επιτρεπτών χημικών ουσιών ή άλλων ειδικών μέσων,
προειδοποίηση για χρήση πυροβόλου όπλου και απειλή με πυροβόλο όπλο.
β. Έχει δηλώσει την ιδιότητά του και έχει απευθύνει σαφή και
κατανοητή προειδοποίηση για την επικείμενη χρήση πυροβόλου όπλου, παρέχοντας
επαρκή χρόνο ανταπόκρισης, εκτός αν αυτό είναι μάταιο υπό τις συγκεκριμένες
συνθήκες ή επιτείνει τον κίνδυνο θανάτου ή σωματικής βλάβης.
γ. Η χρήση πυροβόλου όπλου δεν συνιστά υπερβολικό μέτρο σε
σχέση με το είδος της απειλούμενης βλάβης και την επικινδυνότητα της απειλής.
……….Ως ηπιότερη χρήση πυροβόλου όπλου νοείται η κατά το
εδάφιο δ του άρθρου 1 κλιμάκωση της χρήσης του με τη μικρότερη δυνατή
και αναγκαία προσβολή».
Σύμφωνα, με τα ανωτέρω λοιπόν αφού ο εκφοβισμός δεν μπόρεσε
να αποτρέψει το δράστη, αφού ο πυροβολισμός στα υλικά αντικείμενα πχ
λάστιχα δεν μπόρεσε να αποτρέψει το δράστη, τότε επιτρέπεται στον
αστυνομικό να προχωρήσει στον πυροβολισμό ακινητοποίησης ο οποίος
επιτρέπεται:
α. Για την απόκρουση ένοπλης επίθεσης, εφόσον η επίθεση
άρχισε ή επίκειται, ώστε κάθε καθυστέρηση αντίδρασης να καθιστά
αναποτελεσματική την άμυνα.
β. Για την αποτροπή επικείμενης τέλεσης ή εξακολούθησης
κοινώς επικίνδυνου κακουργήματος ή κακουργήματος που τελείται με χρήση ή απειλή
σωματικής βίας.
γ. Για τη σύλληψη καταδικασθέντος ή υποδίκου ή
καταδιωκομένου που καταλαμβάνεται να τελεί επ` αυτοφώρω κακούργημα ή
πλημμέλημα, εφόσον αντιδρά στη σύλληψή του και υπάρχει άμεσος κίνδυνος να κάνει
χρήση όπλου.
δ. Για την αποτροπή παράνομης εισόδου στη χώρα ή εξόδου από
αυτή προσώπων που επιχειρούν παράνομη διακίνηση ανθρώπων ή πραγμάτων και φέρουν
όπλα του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 2168/1993.
ε. Για την προστασία εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ή χώρων,
στους οποίους φυλάσσονται αντικείμενα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία ή τη
δημόσια τάξη ή πειστήρια εγκλήματος, εφόσον η φύλαξή τους έχει ανατεθεί ειδικά
στον αστυνομικό και επιχειρείται βίαιη είσοδος, προσβολή ή αφαίρεση των
φυλασσομένων από ένοπλο.
στ. Για την αποτροπή απόδρασης ή ελευθέρωσης κρατουμένου που
επιχειρείται με ένοπλη επίθεση.
ζ. Για την αποτροπή αφοπλισμού αστυνομικού κατά την υπηρεσία
του.
Και τέλος μόνον αν εξαντλήθηκε και ο πυροβολισμός
ακινητοποίησης τότε μόνον ο αστυνομικός μπορεί να προχωρήσει στον
πυροβολισμό εξουδετέρωσης ο οποίος επιτρέπεται:
α. για την απόκρουση επίθεσης ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο
θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου,
β. για τη διάσωση ομήρων, για τους οποίους απειλείται
κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης.
Φυσικά, τα τελευταία δύο, ήτοι ο πυροβολισμός
ακινητοποίησης και ο πυροβολισμός εξουδετέρωσης σύμφωνα με την παράγραφο 7
του άρθρου 3 του ίδιου Νόμου απαγορεύονται:
«α. εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος από
αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος,
β. εναντίον ενόπλου πλήθους, εφόσoν υπάρχει σοβαρός κίνδυνος
να πληγούν άοπλοι,
γ. Εναντίον ανηλίκου, εκτός αν αποτελεί το μοναδικό μέσο για
την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου.
Ως ανήλικος θεωρείται το πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το
18ο έτος της ηλικίας του,
δ. εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή, όταν καλείται να
υποστεί νόμιμο έλεγχο».
Και τώρα που είναι γνωστό το νομικό πλαίσιο στους αναγνώστες,
ας κάνουμε μία υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που διέρρευσαν στα ΜΜΕ στο
νομικό κανόνα, ο καθένας κατά τη νομική του εκτίμηση.
*Ο Κωνσταντίνος Γώγος είναι Δικηγόρος
0 Σχόλια