Δυστυχώς, η ελληνική αστυνομία δεν αποτέλεσε, όπως πολλοί νομίζουν, ένα νέο αστυνομικό σώμα όταν ιδρύθηκε. Αντιθέτως, υπήρξε η συνέχεια των δύο πρώην αστυνομικών σωμάτων, της χωροφυλακής και της αστυνομίας πόλεων.
Άλλη μία σημαντική υπόθεση διαφθοράς στην Ελληνική Αστυνομία έρχεται στο φως της δημοσιότητας, μετά την πρόσφατη διαρροή της λίστας των αστυνομικών που στελέχωσαν την νεοϊδρυθείσα υπηρεσία καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, του αποκαλούμενου ελληνικού «FBI».
Από ιδρύσεως της Ελληνικής Αστυνομίας το 1984 μέχρι και σήμερα, το φαινόμενο της διαφθοράς στο αστυνομικό σώμα συνεχίζει να απασχολεί με σοβαρές υποθέσεις, οι οποίες υποδηλώνουν ότι η αστυνομική διαφθορά , παρά τα 40 και πλέον χρόνια λειτουργίας της Ελληνικής Αστυνομίας, δεν έχει εκριζωθεί.
Η διαπίστωση αυτή αποτελεί, έως ένα βαθμό, και τη δικαιολογητική βάση της εξαιρετικά χαμηλής κοινωνικής αποδοχής που απολαμβάνει η Ελληνική Αστυνομία, ίσως της χαμηλότερης μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, ενώ δεν υπάρχει καμία απολύτως σύγκριση με τα υψηλά ποσοστά κοινωνικής αποδοχής που απολαμβάνουν οι αστυνομίες πολλών ευρωπαϊκών χωρών, όπως των σκανδιναβικών χωρών, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Γαλλίας κ. ά. που αγγίζουν ποσοστά της τάξεως του 80-90%.
Δυστυχώς, η ελληνική αστυνομία δεν αποτέλεσε, όπως πολλοί νομίζουν, ένα νέο αστυνομικό σώμα όταν ιδρύθηκε. Αντιθέτως, υπήρξε η συνέχεια των δύο πρώην αστυνομικών σωμάτων, της χωροφυλακής και της αστυνομίας πόλεων.
Και το χειρότερο όλων, η ελληνική αστυνομία δεν συστάθηκε με νέες λειτουργικές δομές που θα μπορούσε κάλλιστα να αντιγράψει και να προσαρμόσει στα ελληνικά δεδομένα από άλλα ευρωπαϊκά σύγχρονα αστυνομικά σώματα, όπως για παράδειγμα της μητροπολιτικής αστυνομίας του Λονδίνου, αλλά αντέγραψε και χρησιμοποίησε αυτούσιες τις λειτουργικές δομές των δύο πρώην σωμάτων ασφαλείας, της χωροφυλακής και της αστυνομίας πόλεων.
Τούτο βέβαια δε σημαίνει σε καμία περίπτωση ότι η ελληνική αστυνομία δεν έκανε σοβαρές βελτιώσεις στις στις εσωτερικές δομές λειτουργίας της, μία εκ των οποίων είναι και η ίδρυση της υπηρεσίας εσωτερικών υποθέσεων, σύμφωνα με σύγχρονα ευρωπαϊκά πρότυπα και ακολουθώντας τις συστάσεις των διεθνών οργανισμών, όπως του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Εξ’ ού και το γεγονός ότι οι προσπάθειες της Ελληνικής Αστυνομίας για την εκρίζωση του φαινομένου συνεχίζονται με αμείωτους ρυθμούς και είναι ενθαρρυντικό ότι πολλές σοβαρές υποθέσεις αστυνομικής διαφθοράς έρχονται στο φως της δημοσιότητας και συζητούνται ευρέως στο δημόσιο διάλογο.
Ωστόσο, οι περισσότερες παρεμβάσεις στις εσωτερικές αστυνομικές δομές λειτουργίας της που έγιναν σε αυτές τις τέσσερις δεκαετίες από την ίδρυση της Ελληνικής Αστυνομίας, ήταν κυρίως αποσπασματικές και δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Μεταξύ αυτών προεξάρχουσα θέση κατέχουν οι επανειλημμένες παρεμβάσεις που έγιναν για την μεταρρύθμιση του ελληνικού αστυνομικού εκπαιδευτικού συστήματος, το οποίο δυστυχώς ενώ στρατολογεί υψηλού επιπέδου υποψήφιους αστυνομικούς μέσω ενός αντικειμενικού συστήματος επιλογής, τα εκπαιδευτικά προγράμματα παραμένουν δυστυχώς εν πολλοίς στο επίπεδο της δεκαετίας του 90.
Γι’ αυτό και το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελληνικής Αστυνομίας είναι ο χρόνιος ασθενής. Η Ελληνική Αστυνομία χρειάζεται επειγόντως μία εκ βάθρων αναδιάρθρωση του αστυνομικού εκπαιδευτικού συστήματος σε πανεπιστημιακό επίπεδο.
Συγκεκριμένα, χρειάζεται ένα ολοκληρωμένο και αποτελεσματικό αστυνομικό σύστημα εκπαίδευσης με ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, το οποίο θα αποδώσει καρπούς μεσοπρόθεσμα όχι μόνο ως προς τη συνολική αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου του αστυνομικού, αλλά κυρίως ως προς την καλλιέργεια και την ανάπτυξη μιας αστυνομικής παιδείας, μιας αστυνομικής κουλτούρας, εντός της οποίας η διαφθορά ακόμη και ως αναφορά θα είναι παντελώς απαράδεκτη. Αυτή είναι ακριβώς η διάσταση που διέπει τα αστυνομικά εκπαιδευτικά συστήματα των βορείων ευρωπαϊκών χωρών και κυρίως των σκανδιναβικών χωρών, οι οποίες αντιμετωπίζουν μηδενική διαφθορά!
Εν κατακλείδι, η επιτυχής αποστολή του αστυνομικού σώματος δεν έγκειται μόνο στη θεσμική νομιμοποίηση του, αλλά κυρίως στην κοινωνική νομιμοποίηση τού σύνθετου αστυνομικού έργου που παράγεται σε καθημερινή βάση, η απουσία της οποίας διαβρώνει τα θεμέλια της κοινωνικής αποδοχής του αστυνομικού σώματος, με αποτέλεσμα να διαρρηγνύεται καταλυτικά το κλίμα της αμοιβαίας εμπιστοσύνης που πρέπει να διέπει τη σχέση αστυνομίας και κοινωνίας των πολιτών.
*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Υποστράτηγος ε.α. της Ελληνικής Αστυνομίας. Έχει διατελέσει προϊσταμένος των Εθνικών Υπηρεσιών Europol και Interpol και έχει διδάξει επί σειρά ετών στις Αστυνομικές Ακαδημίες της Κύπρου και της Ελλάδας, καθώς και στο ανοικτό πανεπιστήμιο της Κύπρου στην έδρα των Αστυνομικών Σπουδών
Πηγή:
www.dikastiko.gr
0 Σχόλια